- ἀκανθολόγος
- ἀκανθο-λόγος, ον,A gathering thorns, nickname of quibblers (cf.
ἄκανθα 7
), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄκανθα 7
), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακανθολόγος — ον (Μ ἀκανθολόγος) 1. αυτός που μαζεύει αγκάθια 2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + λόγος < λέγω «συλλέγω». ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ] … Dictionary of Greek
ἀκανθολόγοι — ἀκανθολόγος gathering thorns masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκανθολόγων — ἀκανθολόγος gathering thorns masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
ακανθολογία — η (Α ἀκανθολογία) [ἀκανθολόγος] συλλογή, μάζεμα τών αγκαθιών κάποιου φυτού νεοελλ. μτφ. 1. καταγραφή των λαθών που παρουσιάζει ένα γραπτό 2. μικρολογία, απασχόληση με ασήμαντα και περιττά … Dictionary of Greek
ακανθολογώ — ( έω) [ακανθολόγος] 1. μαζεύω αγκάθια 2. αναζητώ και καταγράφω γλωσσικά σφάλματα … Dictionary of Greek